φέρ'

φέρ'
φέρε , φέρω
fero
pres imperat act 2nd sg
φέρε , φέρω
fero
imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φερ(ρ)ιτοποίηση — η, Ν χημ. αντίδραση τού τριοξειδίου τού σιδήρου με ένα ή περισσότερα οξείδια μονοσθενών, δισθενών ή τρισθενών μετάλλων, κατά την οποία προκύπτουν οι φερ(ρ)ίτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο ρ. φερ(ρ)ιτοποιώ (< φερ[ρ]ίτης + ποιώ] …   Dictionary of Greek

  • φέρ(ρ)υμπωτ — και φέρ(ρ)υμποτ, το, Ν ναυτ. βλ. φέριμποτ …   Dictionary of Greek

  • φερ(ρ)ίτης — ο, Ν 1. συν. στον πληθ. οι φερ(ρ)ίτες (χημ. τεχνολ.) συνοπτική ονομασία ανόργανων χημικών ενώσεων, μικτών οξειδίων τού σιδήρου και άλλων μετάλλων, που έχουν σημαντικές εφαρμογές στην ηλεκτρονική και σε άλλους κλάδους 2. (μεταλργ.) μεταλλική φάση… …   Dictionary of Greek

  • Φέρ' — Φεραί , Φεραί fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φερ(ρ)εδοξίνη — η, Ν (βιοχ.) ομάδα μεταλλοπρωτεϊνών που περιέχουν σίδηρο και μετέχουν σε καταλυτικές οξειδοαναγωγικές αντιδράσεις και ως φορείς ηλεκτρονίων σε ένα σύστημα μεταφοράς ηλεκτρονίων. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. ferredoxin] …   Dictionary of Greek

  • φερ(ρ)ιερίτης — ο, Ν (ορυκτ.) ένυδρο αργιλοπυριτικό ορυκτό τού νατρίου, τού καλίου, τού ασβεστίου και τού μαγνησίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. διεθνούς επιστημον. όρου, πρβλ. αγγλ. ferrierite] …   Dictionary of Greek

  • φερ(ρ)ιτίνη — η, Ν (βιοχ.) μη πορφυρική χρωμοπρωτεΐνη που απαντά στον σωλήνα και στο ήπαρ τών ζώων καθώς και στον μυελό τών οστών και η οποία αποτελεί τη μορφή με την οποία ο οργανισμός αποταμιεύει σίδηρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. διεθνούς επιστημον. όρου,… …   Dictionary of Greek

  • φερ(ρ)οαυγίτης — ο, Ν (ορυκτ.) άλλη ονομασία τού σιδηροαυγίτη. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. ferroaugite] …   Dictionary of Greek

  • φερ(ρ)οκένιο — το, Ν χημ. σύμπλοκη οργανική ένωση τού σιδήρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. ferrocene] …   Dictionary of Greek

  • φερ(ρ)οσιλίτης — ο, Ν (ορυκτ.) άλλη ονομασία τού σιδηροσιλίτη. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. ferrosilite] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”